- βόρασος
- (borassus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των φοινικοειδών. Ο β. είναι φυτό ιθαγενές των τροπικών χωρών της Αφρικής και της Ινδίας. Το γένος περιλαμβάνει αρκετά είδη από τα οποία τα γνωστότερα είναι ο β. ο αιθιοπικός, ο β. ο ριπιδιόφυλλος, ο φοίνικας της Παλμίρα και ο φυτέλας ο μακρόκαρπος. Το ξύλο του κορμού του β. είναι πολύ σκληρό και αντέχει στο αλμυρό νερό. Από αυτό κατασκευάζονται κυρίως δοκοί. Τα πλατιά του ριπιδοειδή φύλλα χρησιμοποιούνται στη στέγαση των σπιτιών των ιθαγενών, καθώς και στην κατασκευή ψάθας. Τα νεαρά σπέρματα αλέθονται και δίνουν καλό αλεύρι. Το είδος φυτέλα παράγει από το ενδοσπέρμιο των χοντρών σπόρων το λεγόμενο φυτικό ελεφαντόδοντο, που με κατάλληλη επεξεργασία μοιάζει με το πραγματικό και χρησιμοποιείται στην κατασκευή μικρών αντικειμένων, κουμπιών κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.